Μονάχα λίγα μέτρα ήταν πιο πέρα η ύπαρξη σου, έκλαιγε, δεν ήθελε να γίνουν ορατά τα δάκρυα. Η δική μου ύπαρξη, ανήσυχη και τρομαγμένη πλησίαζε και απομακρυνόταν κάνοντας κύκλους σε ένα διαμέρισμα του δεύτερου ορόφου... σε περίμενε να βγεις, να σε αγγίξει, να σε σφίξει στην αγκαλιά της. Άνοιξες την πόρτα και δεν μίλησες, με κοίταξες όμως, έμεινες εκεί να κοιτάς τον καθρέφτη καθυστερώντας το άγγιγμα και την αγκαλιά. Πλησίασες, σε αγκάλιασα, είχες κλάψει, τα μάτια σου έδειχναν πόνο και λύπη, παράπονο. Ένοιωσα πως την έχω ζήσει πάλι αυτή την στιγμή, μαζί σου, όχι σαν σε όνειρο αλλά σαν φαντασίωση που εισβάλει από μέσα μας. Σαν να είχε βγει από τα σωθικά μου αυτή η θύμηση, αυτή η μνήμη σαν να είχε ξεφυτρώσει από κάπου πολύ βαθιά. Όμως ήσουν εκεί, ζωντανή, σε κρατούσα στην αγκαλιά μου. Περπατήσαμε μέχρι τον καναπέ, δεν θυμάμαι τα βήματα. Το μόνο που θυμάμαι είναι πως τα δάκρυα σου μαλάκωσαν και χαμογέλασες πάλι. Την άλλη μέρα, όσο σε περίμενα, σκέφτηκα τον καναπέ, την επόμενη βρεθήκαμε στη θάλασσα.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)