Ορμητικά τα νερά αλλά πατούσε σταθερά, ένοιωθε δυνατός. Το ποτάμι όσο προχωρούσε άρχισε να βαθαίνει, είχε μπει ολόκληρος στο νερό, σε λίγο κολυμπούσε κατευθυνόμενος προς την άλλη όχθη. Κατάλαβε πως όσο δυνατός και αν νοιώθει δεν θα μπορούσε να κολυμπήσει μέχρι απέναντι, δυσκολευόταν πολύ. Όσο πάλευε με το νερό είδε να έρχεται προς το μέρος του η βάρκα... σήκωσε το χέρι του.
Σε περίμενα είπε ο βαρκάρης, δεν γινόταν πιο νωρίς, του αποκρίθηκε κοιτάζοντας τον στα μάτια, δεν άργησα δίχως λόγο. Το ξέρω, ξεκουράσου τώρα, οι τρεις μέρες πέρασαν.
Ξανακοίταξε προς την όχθη που είχε αφήσει νοιώθοντας τις ανάσες τους, το δάκρυ τους, κοίταξε ψηλά και ένοιωσε την βροχή να πέφτει στο μέτωπο του, είδε την κόρη του να κρατάει το χέρι απ' το νεκρό του σώμα, τα δάκρυα της να στάζουν...να προσέχετε φώναξε, καθώς τα μάτια του έκλειναν.
Κάπου κάπου να επιστρέφεις, ακόμα και σαν μνήμη να επιστρέφεις, όσο και αν μας πονάει εσύ να επιστρέφεις...